- μονόστηλος
- -η, -ο1. (για πλοίο) αυτός που έχει έναν μόνο ιστό, ένα μόνο κατάρτι, μονοκάταρτος2. (για έντυπο κείμενο) αυτός που έχει στοιχειοθετηθεί και τυπωθεί σε πλάτος μιας μόνο στήλης ενός εντύπου, που καταλαμβάνει μία μόνο στήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -στηλος (< στήλη). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στα πρακτικά τού Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών].
Dictionary of Greek. 2013.